βεργόλιγνη
Смотреть что такое "βεργόλιγνη" в других словарях:
βεργόλιγνος — η, ο ψηλός και λεπτός σαν βέργα: Έχει βεργόλιγνη σιλουέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεργόλιγνος — η, ο ψηλός και λεπτός σαν βέργα: Έχει βεργόλιγνη σιλουέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)